- μυουρίζω
- (ΑΜ μυουρίζω) [μύουρος]καταλήγω σε ουρά ποντικού, απολήγω σε οξύ άκρο, είμαι μυτερός στο άκρο μουνεοελλ.ναυτ. κατασκευάζω μύουρο στο άκρο σχοινιού για εύκολη εισαγωγή του στους τροχίλουςαρχ.1. (για τον σφυγμό) εξασθενώ, γίνομαι βαθμηδόν ασθενέστερος2. (το παθ.) μυουρίζομαικατασκευάζομαι έτσι ώστε να καταλήγω σε οξύ άκρο, σε οξεία κορυφή.
Dictionary of Greek. 2013.